- μυθοῦμαι
- μῡθοῦμαι , μυθέομαιspeakpres ind mp 1st sg (attic epic doric)μυθέωspeakpres ind mp 1st sg (attic epic doric)μῡθοῦμαι , μυθόομαιpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυθούμαι — (I) μυθοῡμαι, έομαι (Α) [μύθος] 1. λέγω, ομιλώ 2. διηγούμαι 3. εκφωνώ 4. κάνω λόγο για κάποιον, συζητώ για κάποιον 5. προφέρω 6. καλώ κάποιον με το όνομά του, μνημονεύω («πρὶν μὲν γὰρ Πριάμοιο πόλιν μέροπες ἄνθρωποι πάντες μυθέσκοντο πολύχρυσον… … Dictionary of Greek
μυθώ — (I) μυθῶ, έω (Α) βλ. μυθούμαι (Ι). (II) μυθῶ, όω (Α) βλ. μυθούμαι (II) … Dictionary of Greek
αμύθητος — η, ο (Α ἀμύθητος, ον) [μυθοῡμαι] άρρητος, απερίγραπτος, αναρίθμητος, ανυπολόγιστος, κολοσσιαίος … Dictionary of Greek
επιμυθούμαι — ἐπιμυθοῡμαι, έομαι (Α) λέω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυθούμαι «διηγούμαι» (< μύθος)] … Dictionary of Greek
ευπαραμύθητος — εὐπαραμύθητος, ον (Α) 1. αυτός που εξιλεώνεται εύκολα («θεοὶ δ εὐπαραμύθητοι εἰσὶ θύμασι καὶ εὐχαῑς», Πλάτ.) 2. αυτός που παρηγοριέται εύκολα 3. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα μυθητός (< παρα μυθούμαι «προτρέπω,… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
παραμυθούμαι — έομαι και παραμυθώ, έω / παραμυθοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ καταπραΰνω τον σωματικό ή ψυχικό πόνο κάποιου με λόγια ή με πράξεις, παρηγορώ μσν. αρχ. ελαττώνω, μειώνω αρχ. 1. προτρέπω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι 2. δίνω θάρρος σε κάποιον με τα λόγια μου … Dictionary of Greek
ποτιμυθούμαι — έομαι, Α (δωρ. τ.) προσμυθοῡμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + μυθοῡμαι] … Dictionary of Greek
προσμυθούμαι — και επικ. τ. προτιμυθοῡμαι, έομαι, Α (αποθ.) προσφωνώ κάποιον, προσαγορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μυθοῦμαι «λέγω, ομιλώ, καλώ κάποιον με το όνομά του»] … Dictionary of Greek
υπομυθούμαι — έομαι, Α (αποθ.) λέω εκ τών προτέρων, προφητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μυθοῦμαι (Ι) «λέγω, ομιλώ, διηγούμαι»] … Dictionary of Greek